Αντιληπτικότητα του εσωτερικού οικιακού χώρου
Στρεβλώσεις (χωρικές ανακολουθίες).
Μέσα στα πλαίσια μιας τυπολογίας της κινηματογραφικής γλώσσας, αυτό που καταγράφουν οι ταινίες δεν είναι η αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, ευρέως αποδεκτής και αναγνωρίσιμης από τα μικρομεσαία αστικά στρώματα. Ο σκηνοθέτης αναπαριστώντας βασικά πρότυπα «στήνει» το σκηνικό με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει ένα σκοπό: την προβολή ενός μοτίβου. Συχνά όμως, με βασικό λόγο τα μικρά διαθέσιμα κονδύλια για την κινηματογραφική παραγωγή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο (1950-70), θέλοντας π.χ. να αποδώσει τον χαρακτήρα ενός εσωτερικού χώρου, δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για το εάν ο σκηνικός στατικός φορέας αποδίδει οπτικά μία αίσθηση στατικής επάρκειας της κατασκευής ούτε εάν ανταποκρίνεται πιστά σε κάποιο πραγματικό μοντέλο. Άλλες φορές πάλι, προκειμένου να συγκροτήσει τον προσωπικό του «σκηνικό» λόγο, λόγω ακριβώς του οικονομικού περιορισμού, αναγκάζεται «ποιητική αδεία» να νοθέψει ή και να παραλλάξει ποιοτικά την αναπαριστώμενη πραγματικότητα, τουλάχιστον όσον αφορά στην απόδοση των δομικών υλικών, στην αρχιτεκτονική μορφή του κελύφους, και στη διαρρύθμιση του εξοπλισμού του οικιακού χώρου. Αυτός ο ελιγμός έχει ως συνέπεια να παρατηρούνται αναπόφευκτα οικοδομικές ανακρίβειες ή ακόμη και προχειρότητες και κανείς θα ανέμενε ότι αυτό θα επιδρούσε αρνητικά στον επιδιωκόμενο σκοπό, εξασθενίζοντας το συμβολισμό που εκπέμπουν τα αναπαριστώμενα μοτίβα. Γι’ αυτό το λόγο, η σχεδιαστική καταγραφή του ανασυγκροτημένου χώρου, συχνά εμφανίζει σχεδιαστικές στρεβλώσεις, η ποιοτική του αξιοπιστία φαινομενικά αλλοιώνεται, και πολλές φορές τείνει προς μια «καρικατούρα». Παρ' όλα αυτά η ποιότητα της κινηματογραφικής αφήγησης δεν επηρεάζεται από τη φαινομενική αυτή «προχειρότητα» ούτε βέβαια χάνεται και η δυναμική αναφορά στο συμβολισμό του επιδιωκόμενου μοτίβου. Αυτή η αντίφαση μεταξύ «πραγματικού χώρου» και «κινηματογραφημένου χώρου» επιλύεται από τον τρόπο που ο σκηνοθέτης χειρίζεται την κάμερα, αξιοποιώντας ειδικές συμβάσεις όπως την ψευδαίσθηση του φακού, την κίνηση, τις οπτικές φυγές, τα συμπαγή και τα κενά, την ποικιλία των ποιοτήτων. Ό,τι δηλαδή αντιλαμβάνεται ο νους και όχι το μάτι. Με αυτά τα εργαλεία και τις αντίστοιχες τεχνικές χρήσεις τους, τελικά αποδίδεται πειστικά η επιδιωκόμενη αίσθηση, όπως αυτή της ανοιχτής χωρικής ελευθερίας, στο παράδειγμα που παρατίθεται. Στην ταινία «Τζένη, Τζένη» (1966), στο επίκεντρο της πλοκής βρίσκονται δύο οικογένειες της ίδιας κοινωνικής τάξης: του εργοστασιάρχη και του πλοιοκτήτη.Στο σπίτι του συντηρητικού και παραδοσιακού εργοστασιάρχη, οι διατάξεις των επίπλων ακολουθούν ως επί το πλείστον την ορθοκανονικότητα και δεν παρατηρούνται σχεδιαστικές «παραβάσεις». Ο «πραγματικός» και ο «κινηματογραφημένος» χώρος ταυτίζονται.

