Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Η ναοδομία ως πρωταρχική έκφραση της μεταφυσικής τάσης του ανθρώπου (8)

4. Συμπεράσματα – Επίλογος

Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, σε αντίθεση με άλλα θρησκευτικά δόγματα, απορρίπτει την έννοια του ναού ως αποκλειστική κατοικία του Θεού. Σύμφωνα με τη βιβλική διδασκαλία, ο Θεός είναι πνεύμα,[1] «άπειρος», «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», και γι’ αυτό δεν έχει ανάγκη να κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Η χριστιανική λατρεία δεν εξαρτάται από ορισμένους τόπους και τύπους, αλλά είναι πνευματική, και γίνεται «εν παντί τόπω της δεσποτείας» του Θεού.[2] Βεβαίως ορίστηκαν συγκεκριμένοι τόποι συνάντησης των πιστών, οι οποίοι καταχρηστικά ονομάστηκαν ναοί.[3] Όμως δεν πρέπει να θεωρείται ότι αυτοί αποτελούν αποκλειστική κατοικία του Θεού επί της γης, αλλά χώροι που συνάζεται και στεγάζεται η Εκκλησία, το σύνολο των πιστών.[4] Ο ίδιος ο Χριστός διαβεβαίωσε πως όπου «δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»[5]. Επομένως ο Θεός είναι παρών και μέσα στην εκκλησία αλλά όχι μόνο εντός αυτής.

Μία σύντομη όμως καταγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της ταυτότητας του σύγχρονου Ορθόδοξου Χριστιανικού ναού, με εργαλείο ανάλυσης τη γλώσσα της αρχιτεκτονικής, αποκαλύπτει ένα σύνολο παρατηρήσεων που θέτουν σε κρίση τη σχέση της σύγχρονης κοινωνίας με την κτιριολογική ταυτότητα και τον ρόλο του ναού. Οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν πρώτον, στον κτιριολογικό χαρακτήρα του ναού (δηλαδή στο πώς αντιλαμβάνεται ο απλός άνθρωπος αυτό καθαυτό το κτίριο του ναού σε ένα πρώτο επίπεδο αντίληψης), δεύτερον, στον τρόπο που το κτίριο επιτελεί τον λειτουργικό του ρόλο, και τρίτον στο βαθμό ενσωμάτωσης παραδοσιακών καταξιωμένων αξιών στη σύγχρονη πραγματικότητα.

1. Κτιριολογικός χαρακτήρας

  • Η μορφολογία των περισσότερων σύγχρονων αστικών ναών ακολουθεί στερεότυπα παραδοσιακών συνθετικών κανόνων χωρίς όμως να επιτυγχάνεται η αντίστοιχη συνάρτηση περιέχοντος–περιεχομένου, υπέρ μιας ασυγκράτητης εκκοσμίκευσης.

  • Ο ναός έχει μεταλλαχτεί σε ένα δημόσιο κτίριο, αποφορτισμένο από συμβολικές παραπομπές και νοηματικό περιεχόμενο.

  • Ο υπερβολικός φωτισμός, η ηλεκτρικά ενισχυμένη ακουστική, η εγκατάσταση ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού είναι μερικά μόνο από τα θέματα που επιλύονται ψυχρά κτιριολογικά και χωρίς σκέψη (= σεβασμό), αγνοώντας το ρόλο που πρωταρχικά επιτελούσαν το κάθε ένα ξεχωριστά αλλά και σε συνεργασία με τα υπόλοιπα.





  • Το κωδωνοστάσιο είναι εκ των πραγμάτων χαμηλότερο από τα παρακείμενα κτίρια και τα σημεία φυγής του ναού οδηγούν το βλέμμα, στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποιο μπαλκόνι πολυκατοικίας.





  • Τόσο ο σχεδιασμός όσο και η χωροθέτηση των ναών γίνεται με όρους, που εγκρίνει το Γραφείο της Ναοδομίας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με κριτήρια τα κτιριολογικά της συμφέροντα.


2. Λειτουργικός ρόλος του ναού
  • Οι πιστοί δεν δείχνουν να συναισθάνονται το επέκεινα μυσταγωγούμενο και έτσι η ατμόσφαιρα που αποπνέει ο ναός συχνά χάνεται μέσα στην οχλοβοή και τον συνωστισμό, ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές, όπως αυτή της Μεταλήψεως. Μάταια προσπαθούν οι ιερείς (πολλές φορές με έντονο τόνο φωνής) να συγκρατήσουν το πλήθος σε μία τάξη. Κατά δε τα Μυστήρια της βάπτισης και του γάμου (τα υπόλοιπα αγνοούνται από το πλατύ κοινό) συχνά οι παρευρισκόμενοι, είτε με τη συμπεριφορά τους είτε με την ένδυσή τους, προσβάλλουν την ιερότητα του χώρου και της στιγμής.

  • Η έννοια της γειτονιάς και του ιερέα ως πνευματικού οδηγού, που γνωρίζει προσωπικά το ποίμνιό του τείνει να αντικατασταθεί από γνωριμίες σε ολόκληρο το πλανητικό χωριό μέσω του διαδικτύου.

  • Η διείσδυση της τηλεοπτικής κάμερας στο εσωτερικό του ναού (ακόμη στο χώρο του Ιερού) αποκαλύπτει τα «απόκρυφα» και μ’ αυτόν τον τρόπο διαλύει το συμβολικό περιεχόμενο. Όταν το άρρητο (ίσως και απόρρητο) γίνει ρητό, χάνει πλέον τη συμβολική του δυναμική.

3. Βαθμός ενσωμάτωσης του ναού στη σύγχρονη κοινωνική συνισταμένη (ουτοπία)

  • Οι επιμέρους σύγχρονες μορφές, αλλά και το κτίριο του ναού στο σύνολό του, μοιάζει να μην έχουν «ζυμωθεί» μέσα στη συνέχεια του χρόνου και των κοινωνικών εξελίξεων. Ως τελευταία περίοδο δημιουργικότητας με «γνήσια» βυζαντινά χαρακτηριστικά θα μπορούσε κανείς να ορίσει την περίοδο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και μέχρι περίπου το 1830 (σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους). Έκτοτε διαπιστώνεται μία ασυνέχεια στο φάσμα της μορφολογικής εξέλιξης, το οποίο αποτελεί φυσική συνέπεια στην επικρατούσα ανακολουθία μεταξύ ουσίας και συμβόλων (σημαινόμενων και σημαινόντων), με άλλα λόγια, στη σταδιακή μετατροπή του εκκλησιαστικού γεγονότος (αναζήτηση τρόπου χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανού να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας) σε θρησκευτική τελετουργία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ατομοκεντρικές ανάγκες της φύσης του ανθρώπου).[6]
    Εάν δεχθούμε ότι η αρχιτεκτονική κάθε εποχής νοείται ως το υλικό αποτύπωμα της κοινωνικής δυναμικής της αντίστοιχης εποχής, τότε εξηγείται γιατί τα διάφορα μορφολογικά στοιχεία και μορφές προκύπτουν πλέον με μονότροπη αναλογική αναφορά στις διαστάσεις των προτύπων τους (σχήμα 1 & σχήμα 2) και όχι με εξέλιξη της δομής τους (σχήμα 3). Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η ρηχότητα η οποία χαρακτηρίζει το σύγχρονο καθεστώς στον ευρύτερο «χώρο» της εκκλησίας και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ίσως δεν αποτελεί παραφωνία το γεγονός ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι ναοί μοιάζουν με «φουσκωμένα» βυζαντινά πρότυπα.



Σχήμα 1.




Σχήμα 2.





Σχήμα 3.


  • Άμεσα συνδεδεμένο με το προηγούμενο είναι το ζήτημα της κλίμακας του χώρου, το οποίο αγνοείται συστηματικά (ή τουλάχιστον έτσι αφήνεται να εννοηθεί). Κάτι δηλαδή το οποίο, σε μία δεδομένη ιστορική στιγμή κρίνεται ότι εκφράζει το κοινωνικά επιδιωκόμενο και ταυτόχρονα είναι εφικτή η υλοποίησή του από την αντίστοιχη τεχνολογία, δεν μπορεί να επαναληφθεί σε καμία άλλη στιγμή, όταν πλέον κάποιες από τις παραπάνω συνιστώσες θα έχουν μεταβληθεί.
  • Δοκιμάζεται η εν δυνάμει συνύφανση σταθερών και αιώνιων αξιών με την εξελισσόμενη επιστήμη και τις σύγχρονες ορθολογικές και τεχνοκρατικές απόψεις. Η δυσκολία συνύπαρξης των δύο αυτών αξιακών μεγεθών δημιουργεί και στις δύο πλευρές στεγανά, κάτι το οποίο, όσον αφορά στη ναοδομία, εκφράζεται με την προσκόλληση σε τύπους κενούς περιεχομένου, ή με κοινωνιολογικούς όρους, με την αναστολή της επικοινωνίας μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου. Πρόκειται για το διαχρονικό ζήτημα της διαμάχης μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, γνώσης και δόγματος, συντήρησης και πρωτοπορίας, το οποίο αποτελεί την αιτία δημιουργίας μεγάλων παρεξηγήσεων και έντονων αντιθέσεων, σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικά ο ναός να εκλαμβάνεται ως χώρος συνεύρεσης μελών της συντηρητικής ομάδας της κοινωνίας.

Η νεότερη εποχή (από τις αρχές του 20ου αιώνα και εντεύθεν) χαρακτηρίζεται για τις ραγδαίες εξελίξεις (όπως στη γενετική και τις νευροεπιστήμες). Η έννοια του θείου σταδιακά καθίσταται όλο και περισσότερο απρόσωπη, αφηρημένη και άτονη. Οι παραδοσιακές αξίες του ιερού αμφισβητούνται περισσότερο ίσως από κάθε άλλη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση ότι η έννοια του θείου μπορεί να υποκατασταθεί από «πολυπρόσωπους δαίμονες», κυρίαρχες εκφάνσεις της τεχνοκρατίας και του ορθολογισμού, δεν έχει ακόμη πιστοποιηθεί.[7] Οι «δαίμονες» αυτοί, ενώ διαθέτουν δυνάμεις ασύλληπτης ισχύος, υπολείπονται σε ηθικό και ανθρωπιστικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια δεν βοηθούν τον άνθρωπο στην έμφυτη τάση του για μεταφυσικές αναζητήσεις. Η «επιστήμη», δηλαδή η αποδεικτικά τεκμηριωμένη γνώση των δεδομένων της ύλης – ενέργειας, δεν έχει τη δυνατότητα, γι' αυτό ούτε και τον στόχο, να ερμηνεύσει το «νόημα» του κόσμου, την αιτία του και τον σκοπό του. Το κενό αυτό επιχειρεί να καλύψει ο συμβολισμός, που, ήδη από την απώτατη αρχαιότητα, αποτελεί μία μορφή έκφρασης του ανθρώπινου πνεύματος σύμφυτη με τη γλώσσα, την τέχνη και τη θρησκεία, μία σταθερή δομή στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου ανεξάρτητα από εξωτερικούς παράγοντες.
Στην αρχιτεκτονική ο συμβολισμός παίζει πρωτεύοντα ρόλο δίπλα στις άλλες, αναγκαίες και αυτές, χρησιμοθηρικές και πρακτικές παραμέτρους. Σημασία δεν έχει αν μια κατασκευή παίρνει μια μορφή γιατί το σύμβολο προϋπάρχει ή αν η μορφή της κατασκευής γεννά το συμβολισμό. Σημασία έχει ότι οι κατασκευές είναι φορτισμένες με συμβολικές αναφορές, των οποίων η αντίληψη είναι συνάρτηση του γνωστικού και αντιληπτικού επιπέδου του κάθε ατόμου χωριστά.
Ο συμβολικός χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής αντανακλάται άμεσα στον κοινωνικό ρόλο του αρχιτέκτονα, ο οποίος δεν περιορίζεται σε θέματα αισθητικής αλλά επεκτείνεται στο σχεδιασμό πολυσήμαντων μορφών, μεταφέροντας συμβολικό «φορτίο» και «γνώση» τόσο στον τελικό χρήστη ειδικά αλλά και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα. Σε κάθε κοινωνία βέβαια, και σε κάθε εποχή, διαπιστώνεται ένα ποσοστό ποιοτικής ανομοιότητας μεταξύ των μελών της όσον αφορά τόσο στο αντιληπτικό όσο και στο ιδεολογικό τους επίπεδο. Ο τρόπος λειτουργίας του συλλογικού βίου εξαρτάται από το βαθμό ισορροπίας του κοινωνικού αυτού μίγματος. Εδώ εντοπίζεται ένα παράδοξο: η πόλωση του ποιοτικού φάσματος της κοινωνίας σημαίνει ακριβώς ότι η κοινωνία «ζει». Σε αντίθετη περίπτωση, της απολύτου ομοιομορφίας, θα μιλάγαμε για τέτοια αύξηση της εντροπίας που θα ισοδυναμούσε με θάνατο... Η ισορροπία επομένως εξ ορισμού δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί και το όλο θέμα ανάγεται στη διαχείριση του διαλεκτικού διπόλου ποιοτικής ομοιότητας και διαφορετικότητας. Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται όταν η ποιοτική ανομοιότητα αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλάμε πλέον για χάσμα.

Στη σημερινή εποχή, η ασφυκτική πίεση που ασκεί η τεχνολογία, η υπερπροσφορά πληροφοριών, και η ταχύτητα μεταβίβασή τους, έχουν ως συνέπεια την αδυναμία διάθεσης χρόνου για αναστοχασμό και απαιτούμενη επεξεργασία ώστε η πληροφορία να μετατραπεί σε γνώση. Γι’ αυτό εκ των πραγμάτων επικρατεί η «πρακτική» όμως στείρα λύση της «εξόντωσης» του μη οικείου, του ρηξικέλευθου, και του ακατανόητου εκφράζοντας με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο την επικρατούσα κοινωνική ιδεολογική αδράνεια. Και ακριβώς επειδή αυτή η αδράνεια (με την έννοια της αποχαύνωσης) είναι μέρος μιας παθολογίας που διεθνώς βιώνουμε, δημιουργείται ένα χάσμα στη συνέχεια του συστήματος, το οποίο παύει να λειτουργεί συντονισμένα. Οι ενδιάμεσοι κρίκοι σε πολλά σημεία έχουν χαλαρώσει ή και πλήρως εξασθενήσει. Η αρχιτεκτονική, που σχετίζεται με μερικούς από αυτούς τους κρίκους, έχει καταντήσει να σημαίνει ό,τι σχετίζεται με πολυτέλεια και, σε μεγάλο βαθμό, έχει εκπέσει στο να δρα υπέρ του «δημιουργικού εγώ» του ίδιου του αρχιτέκτονα. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες περιπτώσεις, των οποίων όμως το ενδιαφέρον αφορά πειραματικό σχεδιασμό με κοσμικές φιλοδοξίες. Γι’ αυτό και η ναοδομία στις μέρες μας «… όχι μόνο εκφράζει την ασχήμια, και ό,τι πιο αισχρό έχει η εποχή μας, αλλά και το προκαλεί σχεδόν ανιδιοτελώς. Όταν μια μέρα θα γραφτεί η Μαύρη Βίβλος της εποχής μας, ξεχωριστή θέση θα έχουν οι αρχιτέκτονες. Ισότιμοι με τους τεχνοκράτες και όλους αυτούς τους κακοποιούς που αγωνίστηκαν για να μην έρθει η Βασιλεία των Ουρανών».[8]

Σημειώσεις:
[1] Κατά Ιωάννη Δ’ 24: Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν.
[2] Ψαλμοί ΡΒ’/102, 22: ευλογείτε τον Κύριον, πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον.
[3] «Χάρισέ μας οίκους προσευχών, ναούς ιερούς, μέσα εις τους οποίους να σε δοξολογούμε και ημείς και όσοι θα ζήσουν ύστερα από ημάς μέχρι συντελείας των αιώνων» (από τη θεία Λειτουργία του αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστού).
[4] Η λέξη «εκκλησία» παράγεται από το ρήμα «εκκαλέω» (= συνάζω).
[5] Κατά Ματθαίο ΙΗ’ 20: Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών.
[6] Γιανναράς Χρ., Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «Όταν η ύλη συγκροτεί σχέση», 01/04/2007.
[7] Ίσως η γλώσσα της μετανευτώνειας φυσικής, γλώσσα των «πολλαπλών συμπάντων», της «αντι-ύλης», των «μαύρων οπών», της «αχρονίας του κβαντικού πεδίου», να πλουτίσει με συμβολισμούς ευστοχότερους την έκφραση της εκκλησιαστικής προσδοκίας (Γιανναράς Χρ., Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, «Το ‘κλειδί’ του έρωτα», 18/04/ 2009).
[8] Τσαρούχης Γιάννης, «Φλέβα νερού για τους διψώντες», περιοδικό ΖΥΓΟΣ, αριθ. 24, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1977, σελ. 22.



Δεν υπάρχουν σχόλια: