Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

Τρόπος ζωής

Σύμφωνα με τη βασική μας υπόθεση, χώρος νοείται το «αποτύπωμα της ταυτότητας» των υποκειμένων και κατά συνέπεια «μορφή» και «χρήση» του χώρου περιγράφουν κοινωνικές δομές. Μέσα, επομένως, από μία διαδικασία προσέγγισης και ανίχνευσης της κοινωνιολογικής υπόστασης του χώρου, προκύπτει μία ταξινόμηση, σύμφωνα με την οποία οι παρατηρήσεις αντιστοιχούνται με τέσσερις (4) αλλλοσυσχετιζόμενες εννοιολογικές κατηγορίες / φίλτρα, τα οποία αποτελούν ένα είδος έμμεσης προσπέλασης του χώρου μέσω των κοινωνικών δομών του:
    1. Τρόπος ζωής,
    2. Σχέση φύλων και ηλικιών,
    3. Κοινωνική Διαστρωμάτωση και
    4. Διαπραγμάτευση της αλήθειας.
Σημείωση: Επειδή δεν είναι δυνατή η άμεση σύλληψη και διαχείριση της έννοιας του χώρου, χρησιμοποιούνται μεσολαβητικά οι παραπάνω εννοιολογικές κατηγορίες, προκειμένου να απηχήσουν με έμμεσο τρόπο τα νοήματά του. Γι’ αυτό και πρέπει να έχουμε συνεχώς κατά νου ότι μπορεί να είναι έννοιες υποβοηθητικές όσο μπορεί και να αποβούν παραπλανητικές.

1. Τρόπος ζωής
Τα στοιχεία της αναλυτικής επεξεργασίας τα οποία βρέθηκε ότι καταδεικνύουν τρόπους ζωής συνοψίζονται στις παρακάτω κατηγορίες: Προβολή οικιακού χώρου, Μορφολογία οικιακού χώρου, Θεατρικότητα, Επίπλωση, Συμπεριφορές, και Υπηρετικό προσωπικό.

1α. Προβολή οικιακού χώρου
Μέσω της κινηματογραφικής προβολής του οικιακού χώρου αναδεικνύονται οι περιοχές που πραγματικά χρησιμοποιούνται τόσο από τους χρήστες όσο και τους επισκέπτες. Πιστοποιείται δηλαδή αφενός μεν ο βαθμός οικειοποίησης των χρηστών με κάθε έναν από τους υποχώρους όσο και με το σύνολο του οικιακού κελύφους, μέσα στο οποίο διαβιώνουν. Επιπλέον, διαπιστώνεται εάν ο χώρος αποτελεί αποτύπωμα του τρόπου ζωής τους ή ένα μουσειακό κέλυφος που απλά φιλοξενεί τις συμπεριφορές τους και στο οποίο, κατά κάποιον τρόπο, είναι αναγκασμένοι να ζουν και μ’ αυτόν τον τρόπο να επιδεικνύουν ή να τεκμηριώνουν την κοινωνική τους θέση.

1β. Μορφολογία οικιακού χώρου
Ο τρόπος και ο βαθμός υποδιαίρεσης του χώρου ενισχύει ή αποδυναμώνει τη διάκριση των λειτουργιών και δραστηριοτήτων ανά δωμάτιο. Τα όρια του χώρου (οι τοίχοι) συμμετέχουν σ’ αυτή τη διαδικασία υποδιαίρεσης (αυστηρή ή χαλαρή «ταξινόμηση») στα πλαίσια επιβολής κάποιου βαθμού ελέγχου αυτής της διάκρισης (αυστηρή ή χαλαρή «περιχαράκωση»). (1)
Είναι σημασιολογικά ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική κατά πόσο στο κτίριο διακρίνονται «ζώνες λειτουργιών»: σε ποιο βαθμό δηλαδή οριοθετείται το περιεχόμενο του κάθε υποχώρου και σε ποιο βαθμό ελέγχεται η μεταξύ τους επικοινωνία. Πρόκειται για μία ιδιότητα που προκύπτει από αντίστοιχες κοινωνικές δομές και η οποία υλοποιείται με τη χωρική υποδιαίρεση. Το σημαντικό δεν είναι το ότι η κοινωνία διακρίνει την έννοια καθιστικό από την έννοια υπνοδωμάτιο ή την έννοια τουαλέτα από την έννοια κουζίνα αλλά εάν αυτή η διάκριση υλοποιείται με «αυστηρό» ή «χαλαρό» όριο.
Συχνά συμβαίνει η βασική ηθική αρχή που υπαινίσσεται μία ταινία να επηρεάζεται από τη μορφολογία του χώρου έτσι ώστε να κυμαίνεται μεταξύ δύο πόλων αρχιτεκτονικής αξιολόγησης: της λειτουργικότητας και της αισθητικής. Π.χ. στην η ταινία «τα τέσσερα σκαλοπάτια» (1952), η γυναίκα που ερωτεύεται ο πρωταγωνιστής, δεν αρκείται στο μεγάλο, πλούσιο σπίτι. Θέλει επιπλέον (και του συνιστά) η σκάλα της βεράντας προς τον κήπο να έχει μόνο 4 σκαλοπάτια. Γνωρίζει ότι είναι πλούσιος, ότι θα έχει άνεση χώρου, υπηρετών κτλ. και σ’ αυτή την κεκτημένη άνεση θέλει να προσθέσει και λειτουργική άνεση: «Για μια γυναίκα που εργάζεται στο σπίτι της, μέχρι τέσσερα σκαλοπάτια είναι καλά, κύριε Γκρενά. Τα υπόλοιπα είναι κόπος πολυτελείας». Η δεύτερη υποψήφια μνηστή θαυμάζει το σπίτι του ως έχει θεωρώντας το επιβλητικό. Άλλοτε πάλι συναντάται το δίπολο «κατοικία – διαμέρισμα», ως δείγμα κοινωνικού status. Στην ταινία «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965) το μορφολογικό ύφος του σπιτιού βρίσκεται στο επίκεντρο της σχέσης του ζευγαριού. Όταν η γυναίκα απελευθερώνεται και επαναστατεί, τότε αποκαλύπτεται ότι η καταπίεση που δεχόταν από το σύντροφό της δεν περιοριζόταν στη μη νομιμοποίηση της σχέσης τους αλλά επεκτεινόταν τόσο στον τρόπο που ντυνόταν όσο και σ’ αυτό το ίδιο το σπίτι: «Μπορώ εγώ να δεχθώ υπουργό εδώ μέσα;», «...Αντωνάκη, εκείνο που σας χρειάζεται είναι ένα ρετιρέ με τέσσερα δωμάτια...»

1γ. Θεατρικότητα: ο οικιακός χώρος ως μορφή θεατρικού μοντέλου
Ο θεατής, για λόγους σκηνοθετικής πρακτικής, βλέπει κατά κανόνα τους ηθοποιούς απέναντί του αμφιθεατρικά ή σε παράταξη, να στέκονται ο ένας πλάι στον άλλον ή να κοιτάζονται μεταξύ τους, και σπανίως με στραμμένη την πλάτη τους προς αυτόν. Τα νοήματα εκπέμπονται και αντίστοιχα λαμβάνονται μέσω της «γραμμής ενδιαφέροντος», δηλαδή της κατεύθυνσης που ακολουθούν τα βλέμματα που ανταλλάσσουν οι ηθοποιοί.
Όταν ο οικιακός χώρος λειτουργεί με μοντέλο θεατρικής αναφοράς τη διάκριση «Προσκηνίου - Παρασκηνίου», η «θεατρικότητα» των συμπεριφορών συνεπικουρείται κυρίως από τους τοίχους (που κρύβουν ή αποκαλύπτουν «αλήθειες»), την ακριβή θέση και στάση των σωμάτων (που εκφράζονται με την ιδιαίτερη «γλώσσα» τους), και τη διαρρύθμιση των επίπλων (που διαμορφώνουν το κυριολεκτικό σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η θεατρική πλοκή).
Όταν δεν απαιτείται η διάκριση «Προσκήνιου – Παρασκηνίου» τότε το ποσοστό της θεατρικότητας που καθορίζεται από τους τοίχους μετατίθεται στη θέση των σωμάτων και τη διαρρύθμιση των επίπλων.Στη θεατρικότητα του οικιακού χώρου, μεταξύ άλλων παίζεται συχνά το παιχνίδι «εμφάνιση–εξαφάνιση». Η παρεμβολή πορτών σε κομβικά σημεία είναι καθοριστική σε κρίσιμες στιγμές. Ο ρόλος της πόρτας, επιπλέον της χωρικής υποδιαίρεσης, είναι να αποκαλύπτει ή να αποκρύβει την «αλήθεια» καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί θεατρικά η διαπραγμάτευση της ταυτότητας των υποκειμένων και να συνδέει επιλεκτικά το προσκήνιο με το παρασκήνιο ελέγχοντας την οπτική διείσδυση ή τη διάχυση από τον ένα χώρο στον άλλο. Όταν π.χ. συμβαίνει μία ενδοοικογενειακή κρίση, οι πόρτες δίνουν τη δυνατότητα εκτόνωσης της έντασης και σε άλλους χώρους.

1δ. Επίπλωση: τοπολογικές σχέσεις
Οι αρχές διαρρύθμισης των ελληνικών μεγαλοαστικών και αριστοκρατικών χώρων (υπενθυμίζεται ότι αναφερόμαστε στη χρονική περίοδο 1950-70) ακολουθούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τα οποία κατά κανόνα υπαγόρευαν τη δημιουργία ενός μεγάλου χώρου, ο οποίος εμπεριείχε επιμέρους χωρικές υποενότητες. Ο καθένας από αυτούς τους υποχώρους οριζόταν με ιδιαίτερη τυπική οργάνωση των επίπλων. Αυτές οι διατάξεις είναι αναγνωρίσιμες είτε ως υποενότητες οργανωμένες ως προς τον εαυτό τους είτε ως «διαλυμένα» υποσύνολα.
Κάθε έπιπλο περιβάλλεται από μία αλληλουχία διαβαθμισμένων περιοχών, μέσα στις οποίες, ανάλογα με το βαθμό διείσδυσης των υποκειμένων, συμβαίνουν ποικίλες δράσεις στα πλαίσια διαφόρων μορφών διανθρώπινων σχέσεων. Ο χώρος αυτός, που δέχεται όλη την κλίμακα των συμπεριφορών, και όχι απαραίτητα μόνο διατάξεις παράταξης, είναι ο «ζωτικός χώρος του επίπλου».
Οι τρόποι αλληλεπίδρασης των σωμάτων μέσα σ’ αυτό το σύνολο, ορίζουν μία τυπολογία συμπεριφοράς, ένα πλαίσιο κοινωνικά προσδιορισμένων κωδίκων χωροθεσίας των σωμάτων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τόσο το είδος του χώρου όσο και το είδος της επίπλωσης ανά κοινωνικό στρώμα. Οι ποικίλες δηλαδή στάσεις των σωμάτων κατά τις συναναστροφές αποτελούν τεκμήριο χαρακτήρων, το οποίο επηρεάζεται ή και προσδιορίζεται από την παρουσία επίπλων και το σύνολο αυτό συγκροτεί και ταυτόχρονα αποκαλύπτει ένα συγκεκριμένο ανά περίπτωση «μοντέλο διαχείρισης του χώρου».

1ε. Συμπεριφορές: ανθρώπινες διαντιδράσεις
Η παρουσία των σωμάτων (χωρική εστιακότητα) προβάλλει μοντέλα τρόπου ζωής, τόσο κινησιακά όσο και στατικά, τα οποία σχετίζονται κατά κανόνα με το βαθμό κατοχής και άσκησης εξουσίας έναντι των άλλων. Τα μοντέλα αυτά αντιστοιχούν σε δύο (2) είδη σχέσεων: την κατά μέτωπο, και την υπό γωνία.
Σε κάθε μία από αυτές τις σχέσεις, οι στάσεις των σωμάτων προσδιορίζονται από γεωμετρικά δεδομένα (σχετική θέση: απόσταση και γωνία των αξόνων των σωμάτων), από χαρακτηριστικά που αποδίδουν τρόπο (όρθια και καθιστή στάση), και από τους άξονες των σωμάτων, ένα δείκτη, ο οποίος επιτρέπει την αποκωδικοποίηση των συμπεριφορών των υποκειμένων μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με τα έπιπλα. Οι άξονες αυτοί εν δυνάμει αποδίδουν κινήσεις και συμπεριφορές και μέσω αυτών χαρτογραφείται η ανθρώπινη παρουσία στο χώρο. Οι πλέον αποκαλυπτικές από τις διάφορες αρθρώσεις του ανθρώπινου σώματος, είναι η άρθρωση του λαιμού και η άρθρωση μεταξύ του 5ου οσφυϊκού και του ιερού σπόνδυλου.
Η κατά μέτωπο συναναστροφή από μόνη της δεν φανερώνει με βεβαιότητα κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό κοινωνικής σχέσης. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, αποδίδει άλλοτε μία κατασταλαγμένη και ήρεμη συναναστροφή άλλοτε πάλι δηλώνει τεταμένη σχέση ή μία σχέση που γεννά ένταση.
Η συζήτηση υπό γωνία θεωρείται ηπιότερη μορφή συναναστροφής. Εκφράζει μία ευέλικτη σχέση, η οποία έχει οδούς διαφυγής, επιτρέποντας τη διαπραγμάτευση με την απλή στροφή του κεφαλιού.
Η καθιστή σωματική στάση αναπαράγεται ως αποτέλεσμα μιας χαλαρής σχέσης. Όταν δύο άνθρωποι κάθονται, τότε θεωρούνται ισότιμοι. Συχνά όμως συμβαίνει όταν κάποιος κάθεται να είναι και αμυνόμενος είτε απολογούμενος ή επεξηγών, δηλαδή να βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Αυτός δηλαδή που υφίσταται αναπάντεχη «επίθεση» είναι καθιστός ενώ αυτός που «επιτίθεται» είναι όρθιος, κινητικός και μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να αποκτήσει υπεροχή έναντι του καθιστού.
Όταν μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας συμβαίνουν ακραίες καταστάσεις πλοκής (κρίσεις), συμβαίνει δηλαδή κάτι που υπερβαίνει τις απλές καθημερινές προσδοκίες, οι δράσεις ακολουθούν διαφορετικό πρωτόκολλο διαρρηγνύοντας τους κώδικες της κατεστημένης συμπεριφοράς. Σ’ αυτές τις εξαιρετικές καταστάσεις, αυξάνεται η θεατρικότητα, καταρρίπτονται τα προσχήματα, κυριαρχεί η υπερβολή, και το καθαρά «χωρικό γίγνεσθαι» είναι ότι αυξάνεται η κινητικότητα.
Η όρθια σωματική στάση: αναπαράγεται κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης μιας κρίσης στη σχέση μεταξύ των ατόμων. Η κατακόρυφη σωματική στάση δηλώνει παράταξη ή αδιάφορη συμπεριφορά ενώ η κεκλιμένη στάση δηλώνει άνεση, οικειότητα, παράκληση, εξυπηρέτηση ή φιλονικία, κατά περίπτωση.
Τέλος, ο συνδυασμός όρθιας και καθιστής στάσης δηλώνει διαπραγμάτευση.

1στ. Υπηρετικό προσωπικό
Η ύπαρξη υπηρετικού προσωπικού, το φύλο του, το όνομα που του αποδίδεται, ο τρόπος ένδυσής του, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, ο βαθμός συμμετοχής ή παρέμβασης σε συζητήσεις των οικοδεσποτών, ο γλωσσικός κώδικας των σωματικών κινήσεων, αποτελούν επιμέρους ενδείξεις που σχετίζονται με κοινωνικό στρώμα και τρόπο ζωής, αποτελούν δε έμμεση επαλήθευση του αυθεντικού ή της μίμησης, του «γνήσιου» ή του «νόθου» της εκάστοτε κοινωνικής ταυτότητας.


(1) Οι όροι «ταξινόμηση» και «πειχαράκωση» αποτελούν αντίστοιχα δάνειο και μεταγραφή των εννοιών «classification» και «framing» της γνώσης που προτείνει ο Basil Bernstein.

Δεν υπάρχουν σχόλια: